-
1 βολέω
A = βάλλω, Theol.Ar.37, Eust.1405.4; in early writers [dialect] Ep.[tense] pf. [voice] Pass. βεβόλημαι to be stricken with grief and the like ,ἄχεϊ.. βεβολημένος ἦτορ Il.9.9
, cf. Od.10.247;πένθεϊ.. βεβολήατο πάντες Il.9.3
;ἀμηχανίῃ βεβόλησαι A.R.4.1318
;ἀμφασίῃ βεβόλητο Q.S.7.726
.II in literal sense, μήτηρ ἀμφ' αὐτὸν βεβολημένη falling about his neck, A.R.1.262; Βοώτης.. ἀντέλλει βεβολημένοσ' Ἀρκτούροιο dominated by Arcturus, Arat.609. -
2 ἦτορ
Aἤτορι Simon.37.6
codd. Ath.:—heart. ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. ἀνὰ στόμα my heart beats up to my throat, Il.22.452; the seat of life, life,φίλον ἦ. ὀλέσσαι 5.250
, etc.; λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦ. 21.114, etc.; ἀνέψυχον φίλον ἦ. 13.84; τὰς δ' ἐσσυμένως λίπεν ἦ. Q.S.1.257 (v.l.): most freq., as the seat of feeling, passion, desire, etc., ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἧ. Il.21.389; κατεπλήγη φίλον ἦ. 3.31; ἄχεϊ βεβολημένος ἦ. 9.9; μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦ. Od.4.467;ἐν δέ οἱ ἦ. χαίρει A.R.4.169
; βοᾷ < μοι> μελέων ἔντοσθεν ἦ. A.Pers. 991 (lyr.); ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦ. Il. 19.307; ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦ. Od.19.136; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦ. Pi.O.1.4;Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦ. ἔχοντας Hes.Th. 139
;ἦ. ἄλκιμον Pi.N.8.24
(so ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Il.20.169); of the reasoning powers,ἐν δέ οἱ ἦ. στήθεσσιν.. διάνδιχα μερμήριξεν Il. 1.188
, cf. 15.252;Ζηνὸς ἦ. λιταῖς ἔπεισε Pi.O.2.79
. (Cf. OHG. ādara, OE. æ[ combacute] dre 'vein', pl. 'kidneys'.) -
3 βάλλω
βάλλω, fut. βαλῶ, βαλέω, aor. ἔβαλον, βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 sing. βεβλήκειν, pass. perf. 3 pl. βεβλήαται, plup. βεβλήατο (also, but only w. metaph. signif., βεβόλητο, βεβολήατο, βεβολημένος), mid. aor. with pass. signif., βλῆτο, subj. βλήεται, opt. 2 sing. βλεῖο, part. βλήμενος: throw, cast, mid., something pertaining to oneself; hence often in the sense of shoot, hit; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἶῷ ( μίν is the primary obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘strike,’ ‘conclude,’ Il. 4.16 ; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν, ‘bear in mind’ (note the mid.), Il. 1.297, etc. The various applications, literal and metaphorical, are numerous but perfectly intelligible.—Intrans., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, Il. 23.462; mid. aor., with pass. signif., βλήμενος ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; pass., of the mind only, ἄχεῗ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ, ‘stricken,’ Il. 9.9,, Od. 10.347.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βάλλω
См. также в других словарях:
ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… … Dictionary of Greek